κρεοσκοπία

κρεοσκοπία
η
η επιθεώρηση των κρεάτων από την αστυνομία αν είναι κατάλληλα για τροφή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρεοσκοπία — η ο έλεγχος τής κατάστασης τών σφαγίων από αρμόδιες αγορανομικές και αστυκτηνιατρικές υπηρεσίες για τη διαπίστωση τής καταλληλότητάς του για κατανάλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο) * + σκοπία (< σκόπος < σκέπτομαι «παρατηρώ»), πρβλ. αστερο σκοπία …   Dictionary of Greek

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”